Τρίτη, Μαρτίου 21, 2006

Άνοιξη μ.Χ





Πάλι με την άνοιξη
φόρεσε χρώματα ανοιχτά
και με περπάτημα αλαφρύ
πάλι με την άνοιξη
πάλι το καλοκαίρι
χαμογελούσε.

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
στήθος γυμνό ως τις φλέβες
πέρα απ' τη νύχτα τη στεγνή
πέρα απ' τους άσπρους γέροντες
πού συζητούσαν σιγανά
τι θα 'τανε καλύτερο
να παραδώσουν τα κλειδιά
ή να τραβήξουν το σκοινί
να κρεμαστούνε στη θηλιά
ν' αφήσουν άδεια σώματα
κει πού οι ψυχές δεν άντεχαν
εκεί πού ο νους δεν πρόφταινε
και λύγιζαν τα γόνατα.

Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιός
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα
και φύγαν σαν αγάλματα
κι άφησαν πίσω τους σιγή
που δεν την έκοψε σπαθί
πού δεν την πήρε καλπασμός
μήτε η φωνή των άγουρων
κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά
κι ήρθε η μεγάλη στέρηση
μαζί μ' αυτή την άνοιξη
και κάθισε κι απλώθηκε
ωσάν την πάχνη της αυγή
ς και πιάστη απ' τ' αψηλά κλαδιά
μέσ' απ' τα δέντρα γλίστρησε
και την ψυχή μας τύλιξε.

Μα εκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ανοιχτά
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μέσα σε φλόγες κίτρινες
και περπατούσε ανάλαφρα
ανοίγοντας παράθυρα
στον ουρανό πού χαίρονταν
χωρίς εμάς τους άμοιρους.

Κι είδα το στήθος της γυμνό
τη μέση και το γόνατο
πώς βγαίνει από την παιδωμή
να πάει στα επουράνια
ο μάρτυρας ανέγγιχτος
ανέγγιχτος και καθαρός,
έξω απ' τα ψιθυρίσματα
του λαού τ' αξεδιάλυτα
στον τσίρκο τον απέραντο
έξω απ' το μαύρο μορφασμό
τον ιδρωμένο τράχηλο
του δήμιου π' αγανάχτησε
χτυπώντας ανωφέλευτα.

Έγινε λίμνη η μοναξιά
έγινε λίμνη η στέρηση
ανέγγιχτη κι αχάραχτη.

16 Μαρτ. '39 Γ. Σεφέρη

Δεν υπάρχουν σχόλια: